σχεδιάσει

σχεδιάσει
σχεδιάζω
do
aor subj act 3rd sg (epic)
σχεδιάζω
do
fut ind mid 2nd sg
σχεδιάζω
do
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… …   Dictionary of Greek

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …   Dictionary of Greek

  • Άαλτο, Άλβαρ — (Alvar Aalto, 1898 – 1976).Φιλανδός αρχιτέκτονας. Σχεδίασε από το 1927 πολλά δημόσια κτίρια, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εκκλησίες, νοσοκομεία, ιδιωτικές κατοικίες και εκπόνησε αρκετά πολεοδομικά σχέδια στην πατρίδα του και σε πολλές άλλες χώρες …   Dictionary of Greek

  • Ανδρομάχη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρωίδα της Τροίας, κόρη του Ηετίωνα, βασιλιά της Θήβης (Μυσίας) και σύζυγος του Έκτορα. Στην Ιλιάδα περιγράφεται ως πιστή και τρυφερή σύζυγος. Ονομαστή είναι η σκηνή του αποχαιρετισμού μεταξύ Έκτορα και Α. και ο θρήνος της… …   Dictionary of Greek

  • Άνταμ, Ρόμπερτ και Τζέιμς — (Robert & James Adam). Σκοτσέζοι αρχιτέκτονες, οι γνωστότεροι από τους τέσσερις γιους του επίσης αρχιτέκτονα Γουίλιαμ Ά. Ο Ρόμπερτ Ά. (Κέρκαλντι 1728 – Λονδίνο 1792), θεωρητικός της αρχιτεκτονικής, μελετητής των αρχαίων μνημείων και δημιουργός… …   Dictionary of Greek

  • Άουτκολτ, Ρίτσαρντ Φέλτον — (Richard Felton Outcault, Λάνκαστερ, Οχάιο 1863 – 1928). Αμερικανός δημοσιογράφος και σχεδιαστής κόμικς, ο θεωρούμενος πατέρας του κόμικ στριπ. Σπούδασε καλές τέχνες στο Παρίσι, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη δημοσιογραφία και πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Γκατζίνι, Αντονέλο — (Antonello Gagini, Παλέρμο 1478 – 1536).Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Γιος του ομότεχνού του Ντομένικο Γκατζίνι (βλ. λ.), άρχισε τη σταδιοδρομία του ως γλύπτης στη Μεσσήνη αλλά η πλαισίωση των γλυπτών του με μνημειακές επιβλητικές κατασκευές… …   Dictionary of Greek

  • Γκεντιλίνης — Εξελληνισμένο επώνυμο ενετικής οικογένειας, που εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά. 1. Μαρίνος (16oς αι.). Διάσημος Βενετός μηχανικός. Η Βενετική Δημοκρατία τον έστειλε στην Κεφαλονιά για να σχεδιάσει την οχύρωση της Άσου. Οι απόγονοί του… …   Dictionary of Greek

  • Γουάιτχεντ, Άλφρεντ Νορθ — (Alfred North Whitehead, Κεντ 1861 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1947). Άγγλος φιλόσοφος. Σπούδασε στο Σέρμπορν (Ντόρσετσαϊρ) και στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας και ειδικεύτηκε στη μαθηματική επιστήμη. Το 1898 εξελέγη μέλος της Royal Society. Έως το 1924… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”